αγνότητα

αγνότητα
Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη. Η απόλυτη α., που συνοδεύεται συχνά από την ιδέα της καθαρότητας, μπορεί να είναι πρόσκαιρη (σε ορισμένες χρονικές περιόδους, πριν από ορισμένες ιεροτελεστίες κλπ.) ή διαρκής (για ορισμένα πρόσωπα που ασκούν ειδικά θρησκευτικά λειτουργήματα). Σε ορισμένους λαούς υπάρχουν σεξουαλικές απαγορεύσεις που συνδέονται με την καλλιέργεια της γης, με το κυνήγι, με τις πολεμικές ενέργειες, με την κατασκευή ιδιαίτερων κτιρίων, ιερών αντικειμένων ή ειδώλων κλπ. Στις ανώτερες θρησκείες αναφέρονται: η τελετουργική α. στη βραχμανική θυσία (βεδική Ινδία), η α. των Αθηναίων γυναικών κατά τη διάρκεια των Θεσμοφορίων και των Ρωμαίων γυναικών στη λατρεία της Καλής Θεάς (επωνυμία της Φαύνης, που η λατρεία της συνδυάστηκε με τη λατρεία της Δαμίας). Στη Ρώμη, η διαρκής α. ήταν υποχρεωτική στις ιέρειες της Εστίας, που λέγονταν Εστιάδες παρθένες. Ανάλογοι ιερατικοί θεσμοί απαντώνται και σε άλλες θρησκείες. Στον χριστιανισμό υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στην κοινή ή ατελή α. (αυτήν που επιβάλλεται στις παρθένες πριν από τον γάμο, στους άγαμους και στους χήρους) και την τέλεια α., που τηρείται σύμφωνα με πανηγυρική υπόσχεση εγκράτειας (άγαμων ιερέων με τη χειροτονία) ή με απλή υπόσχεση (οποιουδήποτε λαϊκού ή μοναχού) προσωρινής ή διαρκούς αποχής από τη σεξουαλική επαφή. Η απόλυτη α. και το ασκητικό πνεύμα που διδάσκει ο χριστιανισμός καλύπτουν μόνο την πρώτη περίοδό του. Οι κοινωνικές αλλαγές και η διαφοροποίηση των ηθών που χαρακτηρίζουν τα χρόνια εκείνα, οδήγησαν τελικά στην εγκατάλειψη των περί α. θεωριών. Στις σύγχρονες κοινωνίες, ιδιαίτερα στις δυτικές, η α. έχει χάσει σε μεγάλο ποσοστό την αρχική της έννοια, και οι ποινικοί κώδικες δεν προβλέπουν κυρώσεις παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις παράβασης των ηθών π.χ. δημόσιο σκάνδαλο, ασέλγεια σε βάρος ανήλικου, προαγωγή σε πορνεία κλπ. Πίνακας του Ισπανού ζωγράφου Λουίς ντε Μοράλες (1509-1586), που εικονίζει την Παναγία με τον Ιησού βρέφος και ερμηνεύει τη χριστιανική αντίληψη για την αναγκαιότητα της αγνότητας που την εκπροσωπεί η άμωμη σύλληψη.
* * *
η (Α ἁγνότης) [ἁγνός]
1. καθαρότητα, ακεραιότητα τού χαρακτήρα, χρηστότητα
2. παρθενιά, παρθενικότητα
νεοελλ.
(με υλική έννοια) το να είναι κάτι γνήσιο, ανόθευτο, αμιγές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγνότητα — η ηθική καθαρότητα, τιμιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁγνότητα — ἁγνότης purity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνεία — Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση. * * * η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω] καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία μσν. αγαμία αρχ. 1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων 2. στον… …   Dictionary of Greek

  • πανυπέραγνος — ον, Μ αυτός που υπερέχει όλων ως προς την αγνότητα («ἡ σεμνὴ καὶ πανυπέραγνος σου μήτηρ», Μηναί.). επίρρ... πανυπεράγνως Μ με μεγάλη αγνότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέραγνος «αγνότατος»] …   Dictionary of Greek

  • Akeirokomhs — Ἀκειροκόμης, ου, ein Beynamen des Apollo, welcher von dem α privat. κείρω, tondeo, und κόμη, coma, so viel heißt, als einer, der die Haare nicht abscheeren läßt, und, da die Haare an dem Apollo und der Sonne nichts anders sind, als deren Stralen …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… …   Dictionary of Greek

  • Φοίβος — Το επικρατέστερο επίθετο του θεού Απόλλωνα. Σημαίνει τον φωτεινό και λαμπερό θεό. * * * ο / Φοῑβος, ΝΑ, και ως επίθ. φοῑβος, οίβη, ον, και φοιβός, ή, όν, Α 1. μυθ. προσωνυμία κυρίως τού Απόλλωνος ως θεού που αντιπροσώπευε την καθαρότητα, την… …   Dictionary of Greek

  • Ωρομάσδης — Περσική θεότητα, που εκπροσωπούσε το αγαθό πνεύμα και ενσάρκωνε την αγνότητα, την ωραιότητα, τη σοφία και τη δύναμη. Ο Ω. είναι η πηγή του φωτός και ο κριτής του κόσμου. Περιβάλλεται από αρχαγγέλους του πνεύματος, των στοιχείων της φωτιάς, των… …   Dictionary of Greek

  • άγνευμα — ἅγνευμα, το (Α) [ἁγνεύω] αγνή διαγωγή, αγνότητα, παρθενία …   Dictionary of Greek

  • άκρατος — (1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”